- φαγήσια
- φαγήσιαan eating-festivalneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φαγήσια — τὰ, Α (ενν. ἱερά) γιορτή που συνοδευόταν από ευωχία, από φαγοπότι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ τού αορ. β τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῖν) + κατάλ. ήσια, πληθ. ουδ. τής κατάλ. ήσιος (πρβλ. ἐτ ήσιος, ἡμερ ήσιος). Ο τ. έχει πιθ. σχηματιστεί κατ… … Dictionary of Greek
φαγησίων — φαγήσια an eating festival neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαγησιπόσια — τὰ, Α φαγοπότι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαγήσια + πόσις] … Dictionary of Greek